assistant
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
assistant (en)
Επίθετο επεξεργασία
assistant (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | assistant | assistants |
θηλυκό | assistante | assistantes |
assistant (fr) αρσενικό