επικουρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επικουρικός < αρχαία ελληνική ἐπικουρικός
Επίθετο επεξεργασία
επικουρικός, -ή, -ό
- βοηθητικός, ενισχυτικός
- συμπληρωματικός (πχ για εισόδημα)
- επικουρικό ταμείο ασφάλισης
- η κύρια σύνταξη και η επικουρική
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επικουρικός