αναπόφευκτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπόφευκτος < στερητικό αν- + αποφεύγ(ω) + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.naˈpo.fef.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πό‐φευ‐κτος
Επίθετο επεξεργασία
αναπόφευκτος, -η, -o
- που δεν μπορείς να τον αποφύγεις, που θα τον υποστείς οπωσδήποτε
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αναπόφευκτα
- → δείτε τις λέξεις αποφεύγω και φεύγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναπόφευκτος