αναπόδραστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπόδραστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναπόδραστος < ἀν- στερητικό + ἀποδιδράσκω, δρασ- + -τος
Επίθετο επεξεργασία
αναπόδραστος, -η -ο
- από τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να αποδράσει, αναπόφευκτος
- που δεν μπορεί να αποφευχθεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη αποδρώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναπόδραστος