Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιάφευκτος η αδιάφευκτη το αδιάφευκτο
      γενική του αδιάφευκτου της αδιάφευκτης του αδιάφευκτου
    αιτιατική τον αδιάφευκτο την αδιάφευκτη το αδιάφευκτο
     κλητική αδιάφευκτε αδιάφευκτη αδιάφευκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιάφευκτοι οι αδιάφευκτες τα αδιάφευκτα
      γενική των αδιάφευκτων των αδιάφευκτων των αδιάφευκτων
    αιτιατική τους αδιάφευκτους τις αδιάφευκτες τα αδιάφευκτα
     κλητική αδιάφευκτοι αδιάφευκτες αδιάφευκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιάφευκτος < α- στερητικό + διαφεύγ(ω) + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ðiˈa.fef.ktos/, ΔΦΑ : /aˈði̯a.fef.ktos/ & /aˈðʝa.fef.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δι‐ά‐φευ‐κτος

  Επίθετο επεξεργασία

αδιάφευκτος, -η, -o

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία