απαράκαμπτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαράκαμπτος < α- + παρακάμπτω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
απαράκαμπτος, -η, -ο
- που δεν είναι δυνατούς να τον παρακάμψουν
- Απαράκαμπτος μονόδρομος για την Τουρκία (*)
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αναπόφευκτος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις παρακάμπτω και κάμπτω
Μεταφράσεις επεξεργασία
απαράκαμπτος
- → δείτε τη λέξη αναπόφευκτος