Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zɔ.ɔ.mɔʁ.fik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
zoomorphique zoomorphiques

zoomorphique (fr) αρσενικό ή θηλυκό