Ετυμολογία

επεξεργασία

zegarek (pl) < υποκοριστικό του zegar (pl)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zɛˈɡarɛk/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

zegarek (pl) αρσενικό

  1. μικρό ρολόι, ρολογάκι
  2. ρολόι χειρός ή τσέπης

Εκφράσεις

επεξεργασία