zegarek
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαzegarek (pl) < υποκοριστικό του zegar (pl)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαzegarek (pl) αρσενικό
Εκφράσεις
επεξεργασία- chodzić jak szwajcarski zegarek: πηγαίνω σαν ελβετικό ρολόι, ακριβής σαν ελβετικό ρολόι