zbiorowy
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
zbiorowy (pl)
- ομαδικός, που γίνεται από κάποιο σύνολο πραγμάτων ή ανθρώπων
- (γλωσσολογία) περιληπτικός, που χρησιμοποιείται στον ενικό για να δηλώσει σύνολο
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη zbiór