Επίθετο

επεξεργασία

zbiorowy (pl)

  1. ομαδικός, που γίνεται από κάποιο σύνολο πραγμάτων ή ανθρώπων
  2. (γλωσσολογία) περιληπτικός, που χρησιμοποιείται στον ενικό για να δηλώσει σύνολο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη zbiór