Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

zastępca < zastępować

  Ουσιαστικό επεξεργασία

zastępca (pl) αρσενικό

  1. ο αναπληρωτής
  2. ο αντικαταστάτης

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις zastępować και zastąpić