zakup
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
zakup (pl) αρσενικό
- η αγορά (απόκτηση ενός αγαθού έναντι κάποιου τιμήματος)
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
zakup (pl) αρσενικό
- β' ενικό προστακτικής του ρήματος zakupić: αγόρασε
zakup (pl) αρσενικό
zakup (pl) αρσενικό