xylophage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- xylophage < αρχαία ελληνική ξυλοφάγος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
xylophage | xylophages |
xylophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
xylophage | xylophages |
xylophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό