wolf
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαwolf (en) (πληθυντικός wolves)
- (θηλαστικό ζώο) λύκος : θηλαστικό
- (μεταφορικά) γκομενιάρης
Αφρικάανς (af)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαwolf (af)
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαwolf (nl)