Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
wick
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
wick
wicks
Ουσιαστικό
επεξεργασία
wick
(en)
το
φιτίλι
κεριού ή λάμπας
↪
a candle/oil lamp/candle
wick
-
φιτίλι
καντηλιού/λάμπας πετρελαίου/κεριού
Πηγές
επεξεργασία
wick
-
Oxford Learner's Dictionaries