Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
(διαβάζεται <łiski>)
ΔΦΑ : /ˈwɪski/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

whisky (pl) θηλυκό



Ουσιαστικό

επεξεργασία

whisky



Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία