whiskey
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- whiskey < (άμεσο δάνειο) ιρλανδική γαελική uisce beatha < σκωτική γαελική uisge-beatha (νερό της ζωής)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈwɪski/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : whis‐key
Ουσιαστικό
επεξεργασίαwhiskey (en) (πληθυντικός whiskeys ή whiskies)
- (ποτό) το ουίσκι
- το γράμμα W στο φωνητικό αλφάβητο του NATO