whereupon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαwhereupon (en)
- οπότε
- she entered the room, whereupon everybody looked at her - μπήκε στην αίθουσα, οπότε όλοι την κοίταξαν
Σύνδεσμος
επεξεργασίαwhereupon (en)
- πάνω στο οποίο, κατόπιν του οποίου