Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

weghalten (de)

  • κρατώ σε απόσταση
    Kannst du deine Zigarette weghalten?
    Μπορείς να κρατήσεις μακριά το τσιγάρο σου;