Ετυμολογία

επεξεργασία
wax poetic < → δείτε τις λέξεις wax και poetic

wax poetic (en)

  1. μιλάω με πομπώδη τρόπο, με βερμπαλισμούς
  2. (μειωτικό) φεύγω εκτός θέματος, αερολογώ