Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
vowel vowels

  Ουσιαστικό επεξεργασία

vowel (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • vowel στην αγγλική Βικιπαίδεια