Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

voĉlegi < voĉleg + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα voĉlegi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας voĉlegas voĉleganta voĉlegata
αόριστος voĉlegis voĉleginta voĉlegita
μέλλοντας voĉlegos voĉlegonta voĉlegota
υποθετική voĉlegus - -
προστακτική voĉlegu - -

voĉlegi (eo)

mi voĉlegis la teksto, διάβασα το κείμενο (μπροστά στους άλλους)