Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

vidviĝi < vidv- + -iĝ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα vidviĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας vidviĝas vidviĝanta vidviĝata
αόριστος vidviĝis vidviĝinta vidviĝita
μέλλοντας vidviĝos vidviĝonta vidviĝota
υποθετική vidviĝus - -
προστακτική vidviĝu - -

vidviĝi (eo)