Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ρήμα επεξεργασία

verraten (de) jdn., jdm. etwas ... (Präteritum: verriet, Partizip II: verraten)

  • προδίδω
    Judas hat ihn verraten! (Ο Ιούδας τον πρόδωσε!)
  • αποκαλύπτω
    Ich will dir etwas verraten (Θέλω να σου αποκαλύψω κάτι)

Συνώνυμα επεξεργασία