vermiculaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vermiculaire | vermiculaires |
Επίθετο
επεξεργασίαvermiculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σκωληκοειδής, που μοιάζει με ή κινείται σαν σκουλήκι
ενικός | πληθυντικός |
vermiculaire | vermiculaires |
vermiculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό