vasoespasmo
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
vasoespasmo | vasoespasmos |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /basoesˈpasmo/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvasoespasmo (es) αρσενικό
- (ιατρική) ο αγγειόσπασμος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vasoespasmo | vasoespasmos |
vasoespasmo (es) αρσενικό