Ουσιαστικό

επεξεργασία

upbringing (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)

  • η ανατροφή, ο τρόπος με τον οποίο φροντίζεται ένα παιδί και διδάσκεται πώς να συμπεριφέρεται όσο μεγαλώνει
    ⮡  She gave up her job to take care of her children’s upbringing.
    Παραιτήθηκε από την εργασία της, για να ασχοληθεί με την ανατροφή των παιδιών της.
    ⮡  Someone has a good/bad upbringing.
    Έχει/πήρε κάποιος καλή/κακή ανατροφή.