Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
unsecured
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
unsecured
<
un-
+
secured
Επίθετο
επεξεργασία
unsecured
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
ασιγούρευτος
↪
an
unsecured
building/house
-
ασιγούρευτο
κτήμα/σπίτι
Πηγές
επεξεργασία
unsecured
-
Oxford Learner's Dictionaries