uninvited
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαuninvited (en) (χωρίς παραθετικά)
- απρόσκλητος, ακάλεστος
- ⮡ The fact that he showed up uninvited created a variety of reactions.
- Το γεγονός ότι παρουσιάστηκε απρόσκλητος δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις.
- ⮡ The fact that he showed up uninvited created a variety of reactions.