uninsured
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαuninsured (en) (χωρίς παραθετικά)
- ανασφάλιστος
- ⮡ He pays at the hospital because he is uninsured.
- Πληρώνει στο νοσοκομείο, γιατί είναι ανασφάλιστος.
- ⮡ He pays at the hospital because he is uninsured.