underemployment
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- underemployment < under- + employment
Ουσιαστικό
επεξεργασίαunderemployment (en) (μη μετρήσιμο)
- (οικονομία) η υποαπασχόληση
- ⮡ Underemployment is affecting many young scientists.
- Η υποαπασχόληση πλήττει πολλούς νέους επιστήμονες.
- ⮡ Underemployment is affecting many young scientists.