under control
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαunder control (en)
- (ιδιωματισμός) υπό έλεγχο
- ⮡ The fire was brought under control.
- Η πυρκαγιά τέθηκε υπό έλεγχο.
- ⮡ The fire was brought under control.
under control (en)