ululement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʔy.lyl.mɑ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ululement | ululements |
ululement (fr) αρσενικό
- → δείτε τη λέξη hululement
ενικός | πληθυντικός |
ululement | ululements |
ululement (fr) αρσενικό