typolithographique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
typolithographique | typolithographiques |
Επίθετο
επεξεργασίαtypolithographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
typolithographique | typolithographiques |
typolithographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό