Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /twiːk/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

tweak (en)

  Ρήμα μεταβατικό επεξεργασία

tweak (en)

  • κάνω μικροδιορθώσεις, κάνω μικροαλλαγές, διορθώνω λιγάκι, αλλάζω λιγάκι
     συνώνυμα: modify slightly