tutelle
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtutelle (fr) θηλυκό
- κηδεμονία υπό την οποία ο κηδεμονευόμενος ορίζεται εν μέρει ή προσωρινά υπό επιτήρηση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- tutelle - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé