curatelle
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- curatelle < μεσαιωνική λατινική curatela
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcuratelle (fr) θηλυκό
- κηδεμονία υπό την οποία ο κηδεμονευόμενος ορίζεται οριστικά υπό επιτήρηση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- curatelle - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé