turtleneck
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
turtleneck | turtlenecks |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαturtleneck (en)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- turtleneck στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
turtleneck | turtlenecks |
turtleneck (en)