Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

turkmène (fr) αρσενικό

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
turkmène turkmènes

turkmène (fr) αρσενικό ή θηλυκό