Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

troviĝi < trov(i) + -iĝ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα troviĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας troviĝas troviĝanta troviĝata
αόριστος troviĝis troviĝinta troviĝita
μέλλοντας troviĝos troviĝonta troviĝota
υποθετική troviĝus - -
προστακτική troviĝu - -

troviĝi (eo)