Ετυμολογία

επεξεργασία
trouvaille < trouver

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʁu.vaj/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trouvaille trouvailles

trouvaille (fr) θηλυκό