Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʁɔ.pi.ka.li.za.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tropicalisation tropicalisations

tropicalisation (fr) θηλυκό