Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

trophologique < trophologie

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
trophologique trophologiques

trophologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό