Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

travojaĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα travojaĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας travojaĝas travojaĝanta travojaĝata
αόριστος travojaĝis travojaĝinta travojaĝita
μέλλοντας travojaĝos travojaĝonta travojaĝota
υποθετική travojaĝus - -
προστακτική travojaĝu - -

travojaĝi (eo)

li travojaĝis Francion - διέσχισε τη Γαλλία ταξιδεύοντας