transsubstantiation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
transsubstantiation | transsubstantiations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtranssubstantiation (fr) θηλυκό
- (θρησκεία) η μετουσίωση
ενικός | πληθυντικός |
transsubstantiation | transsubstantiations |
transsubstantiation (fr) θηλυκό