transpiler
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- transpiler < trans- + (com)piler
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
transpiler | transpilers |
transpiler (en)
- (πληροφορική) σύντμηση του: transcompiler
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- transpiler στην αγγλική Βικιπαίδεια