Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɔ.ksi.kɔ.lɔ.ʒik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
toxicologique toxicologiques

toxicologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό