Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

togliere < λατινική tŏllere (παίρνω κάτι και το μεταφέρω αλλού, το στερώ από κάπου)

  Ρήμα επεξεργασία

togliere (it)