toggle switch
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
toggle switch | toggle switches |
toggle switch (en)
- (ηλεκτρονική) ο μοχλοδιακόπτης (δύο ή περισσότερων θέσεων)
ενικός | πληθυντικός |
toggle switch | toggle switches |
toggle switch (en)