ενικός         πληθυντικός  
thane thanes

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θeɪn/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

thane (en)

  • (ιστορία) θάνης, κάτοχος ιστορικού αγγλοσαξονικού τίτλου ευγενείας

Σημειώσεις

επεξεργασία

όχι θανής

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Thegn στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια