théogonique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.ɔ.ɡɔ.nik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
théogonique | théogoniques |
théogonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
théogonique | théogoniques |
théogonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό